- Βακχώδης
- Βακχ-ώδης, ες, ([etym.] Βάκχος)A filled with the spirit of Bacchus, Arr.Ind. 8.1 ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βακχώδης — βακχώδης, ες (Α) [Βάκχος] αυτός που έχει κυριευθεί από τον Βάκχο … Dictionary of Greek
Βακχωδέστατον — Βακχώδης filled with the spirit of Bacchus masc acc superl sg Βακχώδης filled with the spirit of Bacchus neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek